ξειδιάζω

ξειδιάζω
(εσφ. γρφ.) ξιδιάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξιδιάζω — 1. παρασκευάζω κάτι με ξίδι, βάζω κάτι στο ξίδι, τό κάνω ξινό, τού προσδίδω ξινή γεύση 2. (για κρασί) αλλοιώνομαι, ξινίζω, γίνομαι ξίδι («το κρασί ξίδιασε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίδι. Η γρφ. ξειδιάζω είναι εσφ. (βλ. λ. ξίδι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”